Κρατης

Κρατης
    Κράτης
    -ητος (ᾰ) ὅ Кратет
    1) представитель староатт. комедии, серед. V в. до н.э. Arph., Arst., Diog.L.
    2) родом из Фив, ученик Диогена Синопского, философ кинической школы 2-ой половины IV в. до н.э. Luc., Diog.L.
    3) родом из Маллоса, в Киликии, основатель пергамской школы грамматиков; умер в середине II в. до н.э. Diog.L.
    4) родом из Афин, ученик Полемона, философ академической школы, 1-я пол. III в. до н.э. Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Κρατης" в других словарях:

  • Κράτης — masc nom sg Κράτης nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… …   Dictionary of Greek

  • κρατῆς — κρατέω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) κρατύς strong masc nom pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατῇς — κρατέω to be strong pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτης — κρατέω to be strong imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτει — Κράτης neut nom/voc/acc dual (attic epic) Κράτεϊ , Κράτης neut dat sg (epic ionic) Κράτης neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτη — Κράτης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Κράτης neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κράτης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρατέων — Κράτης neut gen pl (epic doric ionic aeolic) Κράτης masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρατῶν — Κράτης neut gen pl (attic epic doric) Κράτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράται — Κράτης masc nom/voc pl Κράτᾱͅ , Κράτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτεα — Κράτης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) Κράτης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»